- ναστόδερμα
- το кожимит (для подмёток)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναστόδερμα — το τεχνολ. είδος τεχνη τού δέρματος που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός + δέρμα] … Dictionary of Greek